- προάγονται
- προάγονται , προάγωlead forwardpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μυλωνάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα) ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης ή… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
προάγω — 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός. 2. κάνω κάποιον να προοδέψει, ενισχύω, βοηθώ: Οι αποφάσεις του συνεδρίου προάγουν την ιδέα της ειρήνης. 3. προβιβάζω, πάω κάποιον σε ανώτερη τάξη ή βαθμό: Το ποσοστό των μαθητών που προάγονται είναι μεγάλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προάγοντ' — προάγοντα , προάγω lead forward pres part act neut nom/voc/acc pl προάγοντα , προάγω lead forward pres part act masc acc sg προάγοντι , προάγω lead forward pres part act masc/neut dat sg προάγοντι , προάγω lead forward pres ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)